Αυτό που επίκειται
ή
Βίντεο και γλυπτική στο έργο της Κατερίνας Αποστολίδου
Η Κατερίνα Αποστολίδου έχει επιτελέσει εδώ και αρκετά χρόνια έργο προσωπικό στο χώρο της γλυπτικής. Παρά τη διακριτικότητα που χαρακτηρίζει τη θέση της στα νεοελληνικά πράγματα, το έργο της έχει εμφανιστεί συστηματικά σε σημαντικές εκθέσεις στην Ελλάδα και διεθνώς, κι έχει αφήσει κάθε φορά την αίσθηση μιας αλάθητης παρουσίας και μιας αφοπλιστικής αμεσότητας. Η σχέση που το γλυπτικό της έργο καλλιέργησε με το χώρο ήταν από την αρχή ιδιαίτερη. Ο τρόπος που το έργο μένει στη μνήμη του θεατή μέσα στο χρόνο, δεν είναι αποτέλεσμα μιας κάποιας μνημειακής διάστασης, της επιβλητικότητας του όγκου ή ενός εικονικού εντυπωσιασμού. Αντίθετα, ο τρόπος με τον οποίο έχει περιχαράξει το κενό και έχει συστηματικά δημιουργήσει κάτι σαν ευέλικτο πλαίσιο ή πύλη, σαν οπή ή φινιστρίνι που ανοίγεται μέσα στο χώρο της πραγματικότητας, επηρεάζει άμεσα την εντύπωση του θεατή. Φαίνεται πως ξαφνικά, εκεί όπου βρίσκεται, υπάρχει κάτι που εμμένει πίσω από μια μάλλον ανώνυμη κι αδιαμόρφωτη εικόνα όπου υπάρχει αυτό που βρίσκεται μπροστά στα μάτια μας και που το έργο υπογραμμίζει σα να κρύβει μέσα του την άλλη αυτή διάσταση απ’ όπου περνά κανείς ή κάτι, πέραν της αληθοφάνειας των συμβατικών τριών διαστάσεων. Μέσα από μια λειτουργία συναφή με αυτή που εκφράζει παραδειγματικά ο δακτύλιος του Μέμπιους, το έργο της Αποστολίδου μοιάζει να ανοίγει ένα ασύμμετρο πέρασμα που ενώ από τη μία κλείνεται ερμητικά επιστρέφοντας πάνω στον εαυτό του από την άλλη ανοίγεται αέναα και περνά σε μια άλλη διάσταση του κόσμου, ταυτόχρονα και σύγχρονα. Μέσα από αυτή τη λειτουργία μέχρι σήμερα, τα γλυπτά της Αποστολίδου έφεραν το θεατή στο σημείο ν’αναλογιστεί τον χώρο της παρουσίας και να επανέλθει νοητικά στη δυνατότητα εμφάνισής του και να σκεφτεί τον τρόπο με τον οποίο κάτι εμφανίζεται ή όχι στα μάτια του ή πέρα από το άμεσα ορατό.
Το ρήγμα ανάμεσα στο ορατό και το νοητό του κόσμου των παραστάσεων συνιστά το καθαυτό έργο της Αποστολίδου αλλά και το έργο της γλυπτικής από τα πιο αρχαία χρόνια. Είναι η ίδια η αίσθηση του θεατή ή του καλλιτέχνη και η δύναμη του χώρου ανάμεσα στον ένα και τον άλλο που παράγουν το ρήγμα αυτό και το κατοικούν, το συλλαμβάνουν και το κατασκευάζουν διαφορετικά την ίδια στιγμή, σε μια σειρά από διαμορφώσεις, μεταμορφώσεις κι αναμορφώσεις που καταγράφει ή προκαλεί η γλυπτική ολοκληρώνοντας το έργο της. Το έργο του καλλιτέχνη φέρνει δηλαδή, αντιμέτωπο το θεατή με τον τρόπο με τον οποίο ενεργοποιείται η αίσθηση που έχει μπροστά στο έργο και σ’αυτό που αντιπροσωπεύει ή όχι το έργο μέσα του ως πραγματικότητα. Η αίσθηση αυτή, στην ουσία, εξακολουθεί να λειτουργεί νοητικά αφού έχει δει κανείς το έργο και διαμορφώνεται μέσα μας σαν ένα συνεχές ερωτηματικό κατά πόσο αυτό που είδαμε είναι προΐόν του μυαλού κι αφορά ψυχολογικές διαδικασίες πρόσληψης συνειδητών κι ασυνείδητων μορφών κι εικόνων ή αφορά μάλλον, μια πραγματική λειτουργία ενός πράγματος και τις σχέσεις που αυτό αναπτύσσει μέσα στον τρισδιάστατο χώρο πέρα από μας. Δεν είναι τυχαία άλλωστε ιστορικά η σχέση της γλυπτικής με τον κόσμο του θείου ή με τον κόσμο των νεκρών, ακριβώς γι’ αυτά τα ερωτηματικά που ξυπνά και που ενεργοποιεί. Κατά πόσον δηλαδή, οι εικόνες που βλέπουμε ή οι μορφές που αναγνωρίζουμε μέσα στο έργο ή μέσα από αυτό, αποτελούν αντικειμενικά δεδομένα της πραγματικότητας ή είναι κατασκευές ψυχολογικές του θεατή, κατά πόσον είναι πρόσωπα ή φαντάσματα. εικόνες ή απεικονίσεις, επανεμφανίσεις ή μνήμες. Κατά πόσο το έργο ενεργοποιεί την άλλη όχθη του κόσμου κι όπως έλεγε ο Λεόν Μπατίστα Αλμπέρτι, “φέρνει πίσω στη ζωή τους νεκρούς” ή απλά ενεργοποιεί τη μνήμη και την ανάμνηση μέσα μας χωρίς να έχει άμεση πρόσβαση σε καμιά άλλη όχθη του κόσμου ή όψη των πραγμάτων.
Από τον καιρό της πιο ριζοσπαστικής μοντέρνας τέχνης τα ερωτήματα αυτά αν και περνούν συστηματικά στο έργο των κυριότερων καλλιτεχνών στη γλυπτική όχι μόνο δεν βρίσκουν απάντηση αλλά σπάνια τίθενται με τρόπο που να ξεπερνά μια κάποια εικονογραφική διάσταση κι ακόμα και στη ζωγραφική, όπως συμβαίνει με ιδιαίτερα εμφανή τρόπο σε κάποιες περιπτώσεις του υπερρεαλισμού, εικονογραφούνται. Αυτό που είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον στην εποχή μας είναι πως μια σειρά τέτοιου είδους ερωτηματικά που η ζωγραφική κι η γλυπτική με δυσκολία μπόρεσαν να θέσουν με τρόπο κυριολεκτικό ή αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την εικόνα για να μπουν στο χώρο μιας αφηρημένης κωδικοποίησης της πραγματικότητας, η φωτογραφία κι η κινούμενη εικόνα μπόρεσαν να τα προσεγγίσουν πολύ πιο δραστικά κι άμεσα. Παρ’ όλα αυτά, ακόμα και σ’ αυτό το επίπεδο, το φανταστικό στοιχείο ήρθε συχνά να υπερκαλύψει τη διάσταση του φαντασιακού που δεν σταματά ούτε στην εικόνα ούτε στη μορφή αλλά επεξεργάζεται μια ανοιχτή συνάρτηση ανάμεσα στα δυο. Λίγες έτσι, είναι οι περιπτώσεις στη σύγχρονη τέχνη όπου ο δίαυλος αυτός ανάμεσα στην εικόνα και τη μορφή παραμένει ανοιχτός κι αιρετός, αφήνοντας το θεατή και τον καλλιτέχνη μαζί του, έκθετο μπρος τις δυνάμεις του κόσμου κι εκτεθειμένο στην απειλή πως αυτό που βρίσκεται πράγματι εκεί κι αυτό που φαντάζεται κανείς είναι το ίδιο πράγμα. Από το Μπρανκούζι και το Ντυσάμπ μέχρι την Εύα Έσσε και το Μπρους Νάουμαν μπορεί να πει κανείς πως η πρόκληση της τέχνης συγκεντρώνεται στα όρια του ελάχιστου και του εικονικού ενός άλλου ψυχικού και ψυχολογικού χώρου κι έρχεται να υπαινιχθεί ή και να προβάλλει μορφές που αιωρούνται ανάμεσα στον ένα και τον άλλο κόσμο της αίσθησης και της νόησης, του παρόντος και της μνήμης, της ανώνυμης υλικότητας και της προσωπικής εξαϋλωσης του χώρου, του έξω και του μέσα, της κίνησης και της στάσης ανάμεσα στο έργο και την εντύπωση που ξυπνά στο θεατή.
Στην τέχνη αυτή από την οποία προέρχεται κι η γλυπτική της Κατερίνας Αποστολίδου, η λειτουργία του πλαισίου που κλείνει κι ανοίγει το χώρο συγχρόνως και η διττή ύπαρξη της πτύχωσης που καλύπτει κι αποκαλύπτει ταυτόχρονα τον εαυτό της, θέτουν την ουσιαστική ερώτηση της παρουσίας και της εμφάνισης της. Μέσα από αυτή τη διαδικασία έρχεται και η οργανική στιγμή όπου στην επιφάνεια του έργου και του κόσμου μαζί, όπου η απουσία ή έλλειψη εικόνας θέτει και το ερώτημα της απουσίας ή έλλειψης πραγματικότητας ή αναφορικότητας. Η στιγμή αυτή φαίνεται να είναι θεμελιακή στην καινούργια δουλειά της Αποστολίδου. Μαζί με το λόγο πάνω στο ελάχιστο της πραγματικότητας έρχεται κι ο φόβος μιας απουσίας που σε καταπίνει ως κενό και ως η απειλή μιας λεπτομέρειας του κόσμου που είτε είναι μικρότερος και μεγεθύνεται ξαφνικά μπροστά μας είτε είναι μεγαλύτερος ή σε άλλη κλίμακα από τη δική μας, και κινείται εναντίον μας αφήνοντας προφανή την πιθανότητα να μας καταπιεί ή να μας αποσπάσει από την εδώ παρουσία μας, να μας απορροφήσει αλλού ή να μας κάνει μια μπουκιά. Την κατάσταση αυτή που το γλυπτικό έργο της Αποστολίδου με μια έμφυτη διεισδυτικότητα και σαφήνεια είχε ολοκληρώσει μορφολογικά και φορμαλιστικά ακόμα, στη συνέχεια ενός μετά-μινιμαλισμού, έρχεται σήμερα ένα επεξεργαστεί με έργα καινούργια και κυρίως με τεχνικές και διαδικασίες καινούργιες τα τελευταία πέντε χρόνια.
Το βίντεο που σε τόσο μεγάλο βαθμό η νεότερη γενιά έχει χρησιμοποιήσει για την τεκμηριωτική δύναμη του ρεπορτάζ που επιτρέπει ή τη ρεαλιστική αφηγηματικότητα που εμπεριέχει, έρχεται στο έργο της Αποστολίδου να λειτουργήσει σαν απρόσμενη αίσθηση του χώρου πέρα από το χρόνο ή την αφήγηση, πέρα από το ρεαλισμό ή την αναπαραστατική διαδικασία. Η αναδιάρθρωση του τόπου όπου ο χρόνος κι ο χώρος συναντιόντουσαν και που σε άλλες εποχές διαμόρφωνε αρχιτεκτονικά η γλυπτική, σήμερα παραμένει εκκρεμής. Ο τόπος του έργου είναι τις περισσότερες φορές ξέφραγος, απλαισίωτος, αθεμελίωτος, επιρρεπής, μετέωρος, ξενισμένος, αποξενωμένος, απροσανατόλιστος, αποκωδικοποιημένος, ελλιπής. Ο χώρος κι ο χρόνος είναι είτε απόντες ως καλλιτεχνικές και νοητικές κατασκευές είτε τις περισσότερες φορές τόσο συμβατικοί όσο κι η τηλεόραση ή η αληθοφάνεια του θεάματος. Στο σημερινό έργο της Κατερίνας Αποστολίδου, αυτό που ξενίζει τόσο έντονα είναι η αμεσότητα με την οποία σταματά ο χρόνος σε ένα κλάσμα, σε μια στιγμή ίσως σε μια διάρκεια που ο κινηματογράφος ονομάζει σεκάνς (κυριολεκτικά, τμήμα, κομμένο μέρος μιας σειράς, ολοκληρωμένη διαδικασία λήψης, κινηματογραφική μονάδα οπτικής στιγμής ή διάρκειας, κλπ.). Ο χώρος που μέχρι τώρα έμοιαζε στο έργο της με ένα νοητό όριο του πλαισίου και του περιβάλλοντος χώρου, γίνεται εκ νέου ένα πλαίσιο που ταυτόχρονα ανοίγει και κλείνει το χρόνο και το χώρο σε μια στιγμή και μια εικόνα, σε μια κίνηση και μια στάση, σε μια επανάληψη της απουσίας και μια εμμονή της παρουσίας. Γίνεται ένα διάφραγμα κι ένα πλαίσιο, ένας φακός και μια λήψη, ένα βλέμμα κι ένα συναίσθημα, μια εικόνα και μια πρόσληψη, μια επιφάνεια και μια επικάλυψη του βάθους, ένα επίπεδο και μια κίνηση που το υπερβαίνει ένα πράγμα και μια πρόκληση, μια οθόνη και μια προβολή που δεν λειτουργούν μηχανικά κι ιεραρχικά, το ένα μέσα στο άλλο όπως συνήθως, αλλά αντίθετα, το καθένα φαίνεται να μπορεί να μπαίνει και να βγαίνει μέσα από το άλλο, ν’αποσυνδέεται και ν’αποστασιοποιείται, ν’αυτονομείται και να γίνεται αυθύπαρκτο σε σχέση με το άλλο. Εκεί που το θέαμα αποκαλύπτεται εν δυνάμει, στην πρωταρχική αυτή εικόνα που δεν αφηγείται τίποτα, που δεν ξέρεις αν είναι εκεί ή αλλού, αν παριστάνει κάτι ή αν είναι απλά κάτι, σ’αυτή την πρώτη σκηνή ή προβολή, βλέπει κανείς να καραδοκεί ο χρόνος κι ο χώρος που είναι μέσα του. Βλέπει το χώρο που βρίσκεται μέσα στο χρόνο να ανοίγεται και να τον απειλεί, να τον διαπερνά, να τον μεταθέτει. Βλέπει το χρόνο και το χώρο της πραγματικότητας όπως βρίσκεται έξω ή μακριά μας μέσα στον κόσμο που κινείται και ζει πέρα από την αναπαράσταση, να μπορεί με μια μόνο κίνηση, με μια ανεπαίσθητη κίνηση, να εκμηδενίσει, να καταστρέψει, να φάει ή να καταπιεί τον καθένα μας.
Στο έργο της Αποστολίδου, η είσοδος του πλατωνικού σπηλαίου που έχει γίνει ο κόσμος της εικόνας και της τηλεθέασης, παύει να είναι ο ναός των ιδεών για να γίνει μάλλον, η σπηλιά του δράκου που κάθε παιδί και κάθε λαός, κάθε μυθολογία και κάθε υποσυνείδητο, έχουν καλλιεργήσει σαν πρωταρχικό φόβο του θανάτου, σαν απειλή του ευνουχισμού, σαν φόβο του τέρατος, σαν εμφάνιση του καταπιεσμένου εσωτερικού βίου, σα σημασία αυτού που δεν ξέρει ή δεν θέλει να πει ή να γράψει κανείς. Ο χώρος κι ο χρόνος αυτός στο έργο της Κατερίνας Αποστολίδου είναι παράλληλα μαγικός και απομυθοποιητικός. Εάν είναι θεαματικός κι άμεσος, ανοίγει εξ ίσου άμεσα το κουτί της Πανδώρας με όλες της απειλές και τα άγχη που κρύβει μέσα του και που ο νους ή η ψυχή του θεατή και του καλλιτέχνη μοιράζονται και αφουγκράζονται μαζί. Το πλαίσιο της εικόνας κι ο χώρος της προβολής έρχονται να ισοσκελίσουν ο ένας τον άλλο και να σταθούν ως αμφίδρομη κίνηση μιας φανταστικής πύλης που ανοίγεται μπροστά μας φέροντας μαζί με το άνοιγμα του χώρου το φόβο της άλλης πλευράς απ’ όπου μπορεί να πεταχτεί κάτι μπροστά μας. Σαν το παραμύθι που ξεκινά τη διαδικασία μιας κάθαρσης μέσα από το φόβο, σα το τέρας που πλαισιώνει το αχανές και το άγνωστο και μορφοποιεί το άπειρο και το αδιαμόρφωτο, σαν τη γραφή που δεν προλαβαίνει ποτέ να είναι ταυτόχρονα μορφή κα περιεχόμενο αλλά μόνο αποσπασματική άποψη του ενός και του άλλου, του ενός ή του άλλου, σα τη χειρονομία που είναι όπως και τον κινηματογράφο, τμήμα, σεκάνς, μονάδα, χωρίς ποτέ να ξέρει ακριβώς μέσα σε ποια συνέχεια, σε ποια ιστορία, σε ποια γραφή, σε ποιο χρόνο και ποιο χώρο, έτσι έρχεται το βίντεο στο έργο της η Αποστολίδου. Το χρησιμοποιεί για να συλλάβει μπροστά στα μάτια του θεατή αυτές τις αμφιβολίες, αυτή την αμφιθυμία, αυτή την αμφισημία των πραγμάτων και την επικείμενη υποτροπή τους σε κάτι άλλο, τη μεταμόρφωσή τους στο άλλο που τρομάζει, που φοβίζει, που απειλεί. Το βίντεο ανάμεσα στο χώρο και το χρόνο της προβολής γίνεται το κλάσμα αυτό όπου όλα είναι δυνατά αν και τίποτα δεν συμβαίνει. Μια απλή κίνηση, μια ελάχιστη κίνηση σαν ελαφρός κυματισμός, σαν ανεπαίσθητη ηλεκτρική εκκένωση, σα χασμουρητό ή κλείσιμο του βλέφαρου, σαν περιστροφή του ματιού ή του χώρου ολόκληρου, αρκεί για να μας θυμίσει πως ο χώρος και ο χρόνος είναι εδώ μαζί μας. Πως είναι ένα με εμάς και με τον τόπο που καταλαμβάνουμε, αλλά και ένα, με την υπόθεση ή την υπόνοια πως η ύπαρξη ενός τρίτου δεν αποκλείεται πάντα όπως μας έχει μάθει η αριστοτελική λογική. Μια απλή κίνηση μας θυμίζει ξαφνικά πως ίσως η γλυπτική κι η τέχνη φέρνουν πίσω, μέσα από το βίντεο και το πέρασμα της εικόνας, αυτή την υπόνοια κι αυτή τη διάσταση που θέλουμε ενδόμυχα να αποκλείσουμε, και μετατρέπουν την επιφάνεια όπου εμφανίζεται αυτή η υπόνοια σε χώρο πέρα από την αναπαράσταση, σε χώρο της ζωής και της άμεσης πραγματικότητας.
Η Αποστολίδου με το νέο έργο της αυτό σε βίντεο και σε προβολές, σε σχέδιο και αποτύπωση ενός εσωτερικού χρόνου που αναποδογυρίζει τις συμβάσεις του χώρου και του τόπου, έρχεται να μας θυμίσει τις καταβολές της γλυπτικής. Μας θυμίζει πως πρωταρχικά, η αρχαία ταφική διάσταση του γλυπτού κλείνει μέσα σε μια περίοπτη εικόνα ή αντικείμενο το δυνάμει πέρασμα σε άλλους κόσμους και καταθέσει τα κλειδιά του περάσματος αυτού στη θεσμική διαχείριση του φόβου από την τελετουργία ή τη θρησκεία. Από τον αρχαίο τάφο στο κουτί της Πανδώρας και από το σύγχρονο χώρο του θεάματος στο κουτί της τηλεόρασης, ο περίοπτος τόπος κι η οριοθέτηση της εικόνας, το κλείσιμο της σημασίας και η διαχείριση της παρουσίας αποτελούν τη συνέχεια της εξουσίας του φόβου πάνω στον άνθρωπο. Στη αναθεώρηση αυτής της λειτουργίας και του ρόλου του καλλιτεχνικού έργου και του γλυπτού έρχεται να συμβάλλει σήμερα, διακριτικά αλλά με μεγάλη σιγουριά η Κατερίνα Αποστολίδου. Έρχεται ν’ανοίξει την σχισμή ή τη στιγμή εκείνη όπου η άλλη όψη του κόσμου χάνει τα σημεία αναφοράς της μέσα στο χώρο που μας περιβάλλει. Η σχισμή κι η στιγμή αυτή ανοίγουν το δίαυλο ώστε οργανικοί κίνδυνοι να απειλούν την εξουσία που έχει επάνω μας όποια διαχείριση του φόβου, όποια εξουσία θεσμοθετεί κι οριοθετεί τα σημεία αυτά αναφοράς της παρουσίας ή της απουσίας. Ο φόβος αυτός έτσι όπως εμφανίζεται μέσα στο έργο είναι το έργο το ίδιο, είναι η παρουσία του έργου και του θεατή έξω από το θέαμα κι έξω από τον τόπο του θεάματος, έξω από την αληθοφάνεια κι έξω από τις συμβάσεις της. Ο φόβος αυτός έρχεται να σφραγίσει την απουσία του μέσα στην άμεση πραγματικότητα για να ανοίξει ταυτόχρονα την παρουσία της μνήμης και της ανάμνησης όποιου άλλου ξαφνιάσματος ή τρομάγματος μέσα από την εμπειρία είτε της ζωής είτε της τέχνης που φέρει τον θεατή σε γνώση κι ανάγνωση του εαυτού του και της στιγμής μέσα από ένα πολυσήμαντο και πολυσύνθετο σύμπλεγμα που κανείς δεν μπορεί να διαχειριστεί στη θέση μας και που αποτελείται όπως και το έργο από στιγμές και σχισμές της εμπειρίας και της αίσθησης.
Στο έργο της Κατερίνας Αποστολίδου η παρουσία μιας ρητορικής κατασκευής έρχεται ν’ανασκευάσει μέσα από τη λειτουργία του έργου του ίδιου τη διάσταση της παρουσίας και απουσίας. Η παρουσία αυτή έρχεται να σπάσει τα όρια της αναφορικότητας των πραγμάτων και να μας εξοικειώσει με την πολυσημία του χρόνου και της εμμονής των βιωμάτων που τον συγκροτούν. Η κατασκευή αυτή δίνει στην έννοια της παρουσίας μιαν άλλη διάσταση και υφή που δεν έχει πια να κάνει με θέματα ζωής και θανάτου σε πρωτογενές επίπεδο. Δεν είναι ο φόβος του θανάτου που μας απειλεί στο πρόσωπο μιας σμέρνας αλλά η διαχείριση της ζωής μέσα στα όρια του ακουάριουμ όπως της εικόνας πίσω από το γυαλί. Ο περιορισμός της πραγματικότητας σε συμβολικά αντικείμενα που εμπεριέχουν το θάνατο και την απουσία ως σημασιακές κι ερμηνευτικές λειτουργίες με τις οποίες επικρατεί επάνω μας μια μονοσήμαντη κι εξουσιαστική πραγματικότητα, είναι η γυάλινη επιφάνεια και το όριο που έρχεται το έργο της Αποστολίδου να σπάσει. Έτσι, το ακουάριουμ και το λούνα-πάρκ, το γυάλινο ενυδρείο και το κουτί της τηλεόρασης, η γραφή και το τετράδιο, το γυαλί και το χαρτί, το γύρισμα της κάμερας και η κίνηση του ματιού, είναι μέρη που συνιστούν από κοινού και ταυτόχρονα το έργο που έρχεται ν’αφοπλίσει τη μονοσήμαντη και μονοδιάστατη μηχανή του φόβου. Τηλεοπτικός ή επικοινωνιακός φόβος, παιδικός ή φιλοσοφικός, μεταφυσικός ή φανταστικός, φόβος θανάτου ή φόβος ευνουχισμού, ψυχολογικός ή κοινωνιολογικός, συνειδητός ή ασυνείδητος, είναι ο φόβος που η απειλή κι η κάθαρση του έργου έρχονται να δώσουν και να πάρουν. Να δώσουν κάτι καλά μετρημένο από τον κόσμο του άλλου και να πάρουν κάτι από εμάς που είναι η σχέση μας με τον εαυτό μας μέσα από την εμφάνιση κι εξαφάνιση της παρουσίας και του νοήματος. Στο έργο της Αποστολίδου, το πάρε-δώσε αυτό και το χάσιμο των ορίων της παρουσίας και της απουσίας μέσα από τη στιγμιαία και μερική εμφάνιση κι εξαφάνιση των πραγμάτων φτιάχνει με πολύ λιτά και περιεκτικά μέσα μια πολυσύνθετη αφοπλιστική διαδικασία που λειτουργεί άμεσα κι αποτελεσματικά. Στη θέση της αμφίθυμης κι αμφίδρομης παρουσίας του φόβου, αφήνει σαν τόπο του έργου και του θεατή, αυτό που επίκειται, αυτό που έπεται, αυτό που μπορεί να συμβεί μετά από αυτή τη στιγμή, μετά τη στιγμή της θέασης. Χωρίς μοιρολατρία καμία, χωρίς φαταλισμό και πέραν από κάθε αίσθηση του πεπρωμένου, αυτό που επίκειται είναι η επόμενη στιγμή, το μέρος που έπεται και που δεν είναι στο φιλμ ή στη μηχανή της αναπαράστασης, αλλά στο θεατή που αναλαμβάνει το ρόλο που αντιστρέφει τη στιγμή του φόβου και το χώρο του εγκλεισμού σε κίνηση και σκέψη. Αυτό που επίκειται είναι αυτό που σε ελευθερώνει από αυτό που είναι εκεί και το φόβο που προηγείται του έργου. Το έργο επίκειται ως στιγμή όπου ο θεατής κι ο καλλιτέχνης γίνονται μαζί αυτός που παύει να βλέπει τη σκιά του και να φοβάται και που μπορεί πια να βλέπει μπροστά. Αυτό που έκανε ο αρχαϊκός κούρος κάνοντας ένα βήμα μπρος και στεκάμενος έτσι στα πόδια του, αυτό κάνει κι η γλυπτική της Αποστολίδου μέσα από το βλέμμα που από το βίντεο βγαίνει από την εικόνα για να σταθεί στο χώρο πέρα από το χρόνο του θεάματος. Το έργο ως απώτερο όριο κι ορίζοντας της συνείδησης γίνεται ο τόπος που επιτρέπει στο θεατή, πέρα από την άμεση λειτουργία της παρουσίας, ένα λόγο ύπαρξής που επίκειται του δεδομένου χρόνου, μια στιγμή που ξεφεύγει από το χρόνο και ανοίγεται στη ζωή και στο βίωμα της ως κάτι που επίκειται.
Ντένης Ζαχαρόπουλος
Ιστορικός της Τέχνης
Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Μακεδονικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης